εἰσπράξει

εἰσπράξει
εἴσπραξις
getting in
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
εἰσπράξεϊ , εἴσπραξις
getting in
fem dat sg (epic)
εἴσπραξις
getting in
fem dat sg (attic ionic)
εἰσπράσσω
get in
aor subj act 3rd sg (epic)
εἰσπράσσω
get in
fut ind mid 2nd sg
εἰσπράσσω
get in
fut ind act 3rd sg
εἰσπράσσω
get in
aor subj act 3rd sg (epic)
εἰσπρά̱ξει , εἰσπράσσω
get in
aor subj act 3rd sg (epic)
εἰσπρά̱ξει , εἰσπράσσω
get in
fut ind mid 2nd sg
εἰσπρά̱ξει , εἰσπράσσω
get in
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • ναυταπάτη — η (νομ.) αδίκημα που συνίσταται σε δόλια πρόκληση ζημιάς στο πλοίο ή στο φορτίο από τον πλοίαρχο ή από το πλήρωμα με σκοπό την πρόκληση βλάβης στον πλοιοκτήτη ή σε πρόκληση ζημιάς από τον ίδιο τον πλοιοκτήτη για να εισπράξει την ασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικός — ή, ό / πιστωτικός, ή, όν, ΝΑ [πιστώ] 1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης 2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και… …   Dictionary of Greek

  • πράξιμος — ον, Α [πρᾱξις] 1. (για χρήματα) αυτός που μπορεί να τόν εισπράξει κανείς 2. (για πρόσ.) αυτός που υπόκειται σε κατάσχεση 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πράξιμα πρακτικοί σκοποί …   Dictionary of Greek

  • πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • Απήγα — (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Σύζυγος του τυράννου της Σπάρτης Νάβη (περ. 200 π.Χ.). Βασάνισε τις γυναίκες των ευπόρων Αργείων και τους αφαίρεσε τα κοσμήματά τους για να εισπράξει καθυστερημένους φόρους. Ο Νάβης είχε κατασκευάσει μηχανή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”